
Πως μας θωρείς αγέρωχος
και τρέχει ο λογισμός σου
στα φτερωτά σου όνειρα;
Πώς μέσα στο μυαλό σου
φύτρωσαν Γιώργο μ΄ φύτρωσαν,
τόσες πολλές βλακείεςόσες προδίδει η όψι σου
φουστιές και μαλακίες;*
Πως στα σφιγμένα χείλη σου
να μη γλυκοχαράζει
Έρημε το χαμόγελο;
και τρέχει ο λογισμός σου
στα φτερωτά σου όνειρα;
Πώς μέσα στο μυαλό σου
φύτρωσαν Γιώργο μ΄ φύτρωσαν,
τόσες πολλές βλακείεςόσες προδίδει η όψι σου
φουστιές και μαλακίες;*
Πως στα σφιγμένα χείλη σου
να μη γλυκοχαράζει
Έρημε το χαμόγελο;
*
Γιατί να μην κτυπάει
μέσα στα στήθη σου καρδιά
και πώς στα βλέφαρα σου
αγέλαστα χαμόγελο,
σού σκότισε το βλέμμα;
*
Ολόγυρά σου πτώματα
κι οι είλωτες δεμένοι,
τον εφιάλτη τους κοιτούν.
Το πλήθος αγριωμένοαπό μακριά σε στόχεψε
κι από κοντά σε φτύνει!
Εσένα και τους φίλους σου,
το δύσμοιρο το χώμα
που σε βαστεί ακόμα….
*
Θυμάται την ημέρα, Γιώργο μου, που σε γιόρτασε,
Στις 23 τ' Απρίλη,
Γιατί να μην κτυπάει
μέσα στα στήθη σου καρδιά
και πώς στα βλέφαρα σου
αγέλαστα χαμόγελο,
σού σκότισε το βλέμμα;
*
Ολόγυρά σου πτώματα
κι οι είλωτες δεμένοι,
τον εφιάλτη τους κοιτούν.
Το πλήθος αγριωμένοαπό μακριά σε στόχεψε
κι από κοντά σε φτύνει!
Εσένα και τους φίλους σου,
το δύσμοιρο το χώμα
που σε βαστεί ακόμα….
*
Θυμάται την ημέρα, Γιώργο μου, που σε γιόρτασε,
Στις 23 τ' Απρίλη,
Σκέφτεται στο λαιμό του
του σκλαβωμένου το σκοινί,
τον βόγγο την λαχτάρατης τρόικας την ποδοβολή…Θυμάται την κατάρα,
την πέτρα που τους κρέμασε
η γύμνια του μυαλού σου.
Το φοβερό το ανέβασμα του καταποντισμού σου!*
Η-Λίθιε, μας κοιτάς βουβός.
Και θες να μείνεις τώρα,
-ποιος ξέρει ως πότε-, άθυρμα,
στη χώρα τους ακόμα;
*
Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι…
Ως πότε;!
Θα ξυπνήσω!
Όταν στες πόλεις, στα βουνά,
στα πέλαγα βροντίσει, το φοβερό μαντάτο!
-Ξυπνάτε, σκλαβωμένοι!
Μη το ξεχνάτε το σχοινί,
‘Ελληνες, που σας δένει!
του σκλαβωμένου το σκοινί,
τον βόγγο την λαχτάρατης τρόικας την ποδοβολή…Θυμάται την κατάρα,
την πέτρα που τους κρέμασε
η γύμνια του μυαλού σου.
Το φοβερό το ανέβασμα του καταποντισμού σου!*
Η-Λίθιε, μας κοιτάς βουβός.
Και θες να μείνεις τώρα,
-ποιος ξέρει ως πότε-, άθυρμα,
στη χώρα τους ακόμα;
*
Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι…
Ως πότε;!
Θα ξυπνήσω!
Όταν στες πόλεις, στα βουνά,
στα πέλαγα βροντίσει, το φοβερό μαντάτο!
-Ξυπνάτε, σκλαβωμένοι!
Μη το ξεχνάτε το σχοινί,
‘Ελληνες, που σας δένει!
***
Σχώρα με Ποιητή, που σου μόλεψα τους στίχους,
μου μολεψε όμως εμένα το μυαλό, το σήμερα που ζουμε!